συγκοιμώμενος

συγκοιμώμενος
συγκοιμάομαι
sleep with
pres part mp masc nom sg
συγκοιμάομαι
sleep with
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοινολεχής — κοινολεχής, ές (AM) αυτός που έχει κοινό κρεβάτι με άλλον, συγκοιμώμενος, σύντροφος τού κρεβατιού, σύζυγος ή εραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + λεχής (< λέχος), πρβλ. ορει λεχής, πρωτο λεχής] …   Dictionary of Greek

  • ομόκοιτος — ὁμόκοιτος, ον (Α) αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη μαζί με κάποιον άλλο, ο συγκοιμώμενος, ο σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κοίτη «κρεβάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”